- εὐπέπτου
- εὔπεπτοςeasy of digestionmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλυτός — ή, όν, ΜΑ [πλύνω] 1. πλυμένος, καθαρός 2. (για αλεύρι) καθαρό, κοσκινισμένο 3. φρ. «πλυτὸς ἄρτος» είδος ελαφρού, εύπεπτου ψωμιού … Dictionary of Greek